σταίς

σταίς
και σταῖς, -αιτός και στάς, -ατός, τὸ, Α
1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει
ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ.
β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ
γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ.)
2. κάθε ζυμάρι
3. στέαρ, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. těsto, αρχ. ιρλδ. tāis, γαλατ. toes. To αρκτικό σ- τού ελλ. τ. αν δεν είναι προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε επίδραση τού συνωνύμου στέαρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταῖς — flour of spelt mixed and made into dough neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταίς — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταιτί — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταιτός — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tā-, tǝ-; tāi-, tǝi-, tī̆ -; (tāu-), tǝu-, tū̆- —     tā , tǝ ; tāi , tǝi , tī̆ ; [tāu ], tǝu , tū̆     English meaning: to melt, dissipate, decay     Deutsche Übersetzung: ‘schmelzen, sich auflösen (fließen), hinschwinden (Moder, verwesendes)”     Material: A. Osset. thayun “tauen, melt”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • тесто — укр. тiсто, др. русск., цслав. тѣсто, болг. тесто (Младенов 646), сербохорв. ти̏jесто, словен. testọ̑, чеш. těsto, слвц. сеstо, польск. сiаstо, в. луж. cěsto, н. луж. sěsto. Праслав. *těstо связано с тискать, тесный, согласно Миклошичу (Мi.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» …   Dictionary of Greek

  • σταιτήϊα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + ηϊα (πρβλ. αριστ ήια)] …   Dictionary of Greek

  • σταιτίας — και στατίας, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτου εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα ίας (πρβλ. ορνιθ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σταιτίον — τὸ, Α [σταῑς, σταιτός] πλακούντας από ζυμάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”